1998 / Dictionary of Greek Painters
Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, Εκδόσεις Μέλισσα, 1998
(Απόσπασμα)
... Η πρώτη δουλειά του Γιώργου Καζάζη αποτελείται από μεγάλους καμβάδες που δουλεύει με λάδια και που είναι το προϊόν μιας εμπεριστατωμένης εργασίας πάνω στην προβληματική της οργάνωσης του εικαστικού πεδίου, με κύριο εργαλείο τις εναλλασσόμενες εντάσεις των χρωματικών σχέσεων. Το παράλληλο ενδιαφέρον του για την υλική υφή του χρώματος εκφράζεται στην ανάγλυφη μορφή των έργων του, στοιχείο που μεταθέτει τον τονισμό από την καθαρά νοητική στην πραγματική διάσταση της ζωγραφικής. Αυτό το χαρακτηριστικό υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο στην επόμενη σειρά έργων του. Οι έντονες χρωματικές αντιστίξεις συνθέτουν αναπαραστάσεις φανταστικών τοπίων, όπου η εκφραστική δύναμη του χρώματος φτάνει στην αποκορύφωση και λειτουργεί ως καθοριστικό στοιχείο για τη δημιουργία της αμφισημίας μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού χώρου.
Ο συγκεκριμένος προσανατολισμός αυτής της αναζήτησης προσεγγίζει τις νέο-εξπρεσιονιστικές τάσεις, προσέγγιση που γίνεται πιο έκδηλη στα έργα που ακολουθούν. Ο συμβολισμός της μορφής σταδιακά αποκτά μεγαλύτερη ισχύ, ενώ τα θέματα στη σειρά αυτών των έργων έχουν έναν απροκάλυπτο δραματικό και ερωτικό χαρακτήρα. Η εξέλιξη της αναζήτησης του, σχετικά με την εκφραστική ιδιότητα της μορφής και του χρώματος, ακολουθεί από το 1995 μιαν άλλη οδό και φτάνει στο στάδιο μιας σημειωτικής, σχεδόν μηχανιστικής γραφής, με κύριο χαρακτηριστικό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, τα ζωηρά, πλακάτα χρώματα και τα περιγραμμικά σύμβολα μορφών, που παραπέμπουν στο εικονικό ρεπερτόριο της γραφής των υπολογιστών.
(Απόσπασμα)
... Η πρώτη δουλειά του Γιώργου Καζάζη αποτελείται από μεγάλους καμβάδες που δουλεύει με λάδια και που είναι το προϊόν μιας εμπεριστατωμένης εργασίας πάνω στην προβληματική της οργάνωσης του εικαστικού πεδίου, με κύριο εργαλείο τις εναλλασσόμενες εντάσεις των χρωματικών σχέσεων. Το παράλληλο ενδιαφέρον του για την υλική υφή του χρώματος εκφράζεται στην ανάγλυφη μορφή των έργων του, στοιχείο που μεταθέτει τον τονισμό από την καθαρά νοητική στην πραγματική διάσταση της ζωγραφικής. Αυτό το χαρακτηριστικό υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο στην επόμενη σειρά έργων του. Οι έντονες χρωματικές αντιστίξεις συνθέτουν αναπαραστάσεις φανταστικών τοπίων, όπου η εκφραστική δύναμη του χρώματος φτάνει στην αποκορύφωση και λειτουργεί ως καθοριστικό στοιχείο για τη δημιουργία της αμφισημίας μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού χώρου.
Ο συγκεκριμένος προσανατολισμός αυτής της αναζήτησης προσεγγίζει τις νέο-εξπρεσιονιστικές τάσεις, προσέγγιση που γίνεται πιο έκδηλη στα έργα που ακολουθούν. Ο συμβολισμός της μορφής σταδιακά αποκτά μεγαλύτερη ισχύ, ενώ τα θέματα στη σειρά αυτών των έργων έχουν έναν απροκάλυπτο δραματικό και ερωτικό χαρακτήρα. Η εξέλιξη της αναζήτησης του, σχετικά με την εκφραστική ιδιότητα της μορφής και του χρώματος, ακολουθεί από το 1995 μιαν άλλη οδό και φτάνει στο στάδιο μιας σημειωτικής, σχεδόν μηχανιστικής γραφής, με κύριο χαρακτηριστικό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, τα ζωηρά, πλακάτα χρώματα και τα περιγραμμικά σύμβολα μορφών, που παραπέμπουν στο εικονικό ρεπερτόριο της γραφής των υπολογιστών.
"Dictionary of Greek Painters", Melissa edition, 1998
(Extract)
...George Kazazis' early works were big canvases painted with oil; they were the outcome of his meticulous work on the principles of organizing the visual field, using as the main tool the variable intensity of chromatic relations. His parallel interest in the material texture of color is expressed through the relieve effect on the painted surface, an element which shifts the emphasis from the purely intellectual to the actual dimension of painting. This element is further emphasized in his next series of works. The strong chromatic counterpoints make up images of imaginary landscapes where the expressive power of color reaches its peak and acts as a decisive force in generating an ambivalence between physical and metaphysical space.
The direction of this quest brings it close to the neo-expressionistic trends, and this becomes more evident in his subsequent works. The symbolism of the form becomes increasingly powerful, while the subjects in this series of works are of an openly dramatic and erotic character. After 1995 his research around the expressive attributes of form and color takes a different path and reaches the stage of a semantic, almost mechanical writing whose main traits -the repetitive motifs, the vivid, solid colors and the linear, outlined symbols of forms- point to the imagery of computers.
(Extract)
...George Kazazis' early works were big canvases painted with oil; they were the outcome of his meticulous work on the principles of organizing the visual field, using as the main tool the variable intensity of chromatic relations. His parallel interest in the material texture of color is expressed through the relieve effect on the painted surface, an element which shifts the emphasis from the purely intellectual to the actual dimension of painting. This element is further emphasized in his next series of works. The strong chromatic counterpoints make up images of imaginary landscapes where the expressive power of color reaches its peak and acts as a decisive force in generating an ambivalence between physical and metaphysical space.
The direction of this quest brings it close to the neo-expressionistic trends, and this becomes more evident in his subsequent works. The symbolism of the form becomes increasingly powerful, while the subjects in this series of works are of an openly dramatic and erotic character. After 1995 his research around the expressive attributes of form and color takes a different path and reaches the stage of a semantic, almost mechanical writing whose main traits -the repetitive motifs, the vivid, solid colors and the linear, outlined symbols of forms- point to the imagery of computers.
1998 / It's my Party
Θανάσης Μουτσόπουλος, Περιοδικό ΑΝΤΙ, Νο. 658 10/4/1998, It's my Party - Το Θέμα της Ζωγραφικότητας στην Εποχή του Techno
Αυτή την εποχή στις κινηματογραφικές αίθουσες παίζεται η ταινία Jackie Brown του Ταραντίνο. Η funky ατμόσφαιρα και ο φλασάτος ερωτισμός της δεκαετίας του '70 έχουν εκεί την τιμητική τους μοιάζοντας ταυτόχρονα σαν ένα από τα πιο σύγχρονα πράγματα που έχουμε δει τελευταία. Μια εικαστική δουλειά που εκτίθεται τις ίδιες μέρες φαίνεται να κάνει (σχεδόν) το ίδιο. Υπάρχουν καλλιτέχνες με συχνή εκθεσιακή παρουσία και άλλοι με σπάνια.
Ο Γιώργος Καζάζης (γ.1958) ανήκει ανεπιφύλακτα στη δεύτερη κατηγορία αν και το εκθεσιακό του ιστορικό αγγίζει περίπου τα δεκαπέντε χρόνια. Ως αποτέλεσμα αυτής του της τακτικής, έχει εξελιχθεί σε ένα είδος cult καλλιτέχνη, τον οποίο μνημονεύουν οι «ειδικοί», κριτικοί και καλλιτέχνες, ως έναν από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους τελάρου στην Ελλάδα σήμερα. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα για το πώς η δεύτερη μετά-το-μοντέρνο γενιά Ελλήνων εικαστικών δίνει λύσεις στο πρόβλημα (που λέει ο λόγος)της ζωγραφικότητας. Έτσι η αφορμή της έκθεσης στην ΑΣΚΤ είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να έρθει κάποιος σε επαφή με τη δουλειά του. Όποιος θα το κάνει για πρώτη φορά, καλό είναι να γνωρίζει ότι τα στοιχεία που θα αναγνωρίσει ως εξαιρετικά επίκαιρα ή μοδάτα μετά τον πρόσφατο βομβαρδισμό από τη "Νέα Βρετανική Τέχνη" έχουν την παρουσία τους εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Ποια στοιχεία δηλαδή; Παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας από τους τίτλους μέχρι τη θεματολογία, σαρκαστικό χιούμορ, ένα παιχνίδι μεταξύ παράστασης και αφαίρεσης με έντονα διακοσμητική διάθεση με -funky- χρώματα, χρήση των πιο μπανάλ ή πιο νεανικών αναφορών, διάλογος με την ποπ μουσική. Από την προτελευταία έκθεσή του στην γκαλερί Μέδουσα, πριν από έξι χρόνια, υπάρχουν σήμερα πολλές διαφοροποιήσεις. Οι ανοιχτά (;) σεξουαλικές αναφορές της δουλειάς και (πολύ περισσότερο) των τίτλων της περιόδου 1989-1992 έδωσαν τη θέση τους σε πιο κρυπτικές αναπαραστάσεις, όπου -παρ' όλα αυτά- ο ερωτισμός παραμονεύει σαν ένα απαγορευμένο παιχνίδι. Οι ανοιχτά περιγραφικοί, συχνά βωμολοχικοί τίτλοι έδωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τη θέση σε ένα μονότονα επαναληπτικό "άτιτλο". Είναι λογικό: Η επιφάνεια της ζωγραφικής του Καζάζη έχει αρχίσει να λέει υπερβολικά πολλά για να περιγραφούν λεκτικά. Για την ακρίβεια, η επιφάνεια μοιάζει να είναι το Α και το Ω της καλλιτεχνικής πράξης.
Μοιάζει. Ο Καζάζης γνωρίζει πολύ καλά τη λαγνεία της εποχής με την αισθητική της κενότητας και στήνει μαζί της ένα μακιαβελικό παιχνίδι. Αφαίρεση και Διακοσμητικά είναι φαινομενικά τα κυρίαρχα θέματα εδώ. Ανάμεσά τους όμως ανασύρεται όλη η πολιτισμική ιστορία των τελευταία τριάντα χρόνων. Από την ψυχεδελική κουλτούρα μέχρι τις κυβερνοπάνκ περιπλανήσεις. Το πλαίσιο το οποίο επανέρχεται σταθερά είναι η συμμετρία. Όλα τα θέματα, αναγνωρίσιμα ή μη, ξεδιπλώνονται σαν καλειδοσκοπικές συνθέσεις ή δυτικοποιημένα μαντάλας. Σαν ελάχιστα αναγνωρίσιμους χάρτες αγνώστων, εξωγήινων περιοχών. Τα τελάρα, όλα σχεδόν στην πανομοιότυπη διάσταση 220x220 εκατοστά, γεμίζουν με επαναλαμβανόμενα, παραισθητικά σχήματα που ακροβατούν μεταξύ της διακοσμητικότητας ενός χαρτιού περιτυλίγματος και της εκρηκτικότητας ενός bad trip. Έχοντας κανείς αυτά κατά νου, θα υπέθετε μια όψιμη χίπικη χαλάρωση. Αντιθέτως ο Καζάζης εισάγει και τον ηλεκτρονικό παράγοντα (τα έργα συχνά συντίθενται στον υπολογιστή πριν μεταφερθούν στο τελάρο) και την αισθητική των pixels, λιγότερο εμφανής πάντως σήμερα απ' ό,τι στην τελευταία του έκθεση πριν από τρία χρόνια. Έτσι, ανάμεσα στα καλειδοσκόπια μπλέκονται μνήμες από το ιστορικό ηλεκτρονικό παιχνίδι Pac Man και όλη τη νεότευκτη παράδοση των video games που ό,τι αντιρρήσεις και αν προβάλλουν οι προστάτες της ζωγραφικής παράδοσης, έχουν αφήσει ανεξίτηλες οπτικές μνήμες στο συλλογικό ασυνείδητο. Κάποιος αόρατος κάνναβος φαίνεται να κρατάει τα πάντα σε τάξη με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η ποπ αρχιτεκτονικότητα των κύβων Lego. Και η θεματολογία; Εδώ κανείς κινδυνεύει να τρελαθεί. Ξεκινώντας από ανέμελες (;) φιγούρες πουλιών, ζώων, κεράτων (;), αυτοκινήτων, τσιμεντομηχανών, μαχαιροπίρουνα (πόσοι Έλληνες θα απεμπολούσαν τόσο απροκάλυπτα τη σοβαροφάνειά τους;) θα φτάσει σε δυσοίωνες, δισυπόστατες φιγούρες ερωτικών χορών που θα μπορούσαν να ανασύρουν στον πονηρεμένο βιβλιοθήκες ολόκληρες από kama sutra εικόνες. Εξάλλου, ποιος θα σκεφτόταν πριν δει τη ζωγραφική του Καζάζη ότι η φόρμα των κλειδιών (της πόρτας) θα έδενε τόσο αρμονικά με τα λαχούρια και θα προκαλούσε το ίδιο ψυχεδελίζον αποτέλεσμα. Ηδονισμός, ατμόσφαιρα πάρτυ, παραίσθηση αλλά, ταυτόχρονα, και καθημερινότητα banalite και ανθρωπιά. Η ελληνική slacker κουλτούρα των 90s, σε όποιο βαθμό πραγματικά υπήρξε ή υπάρχει, μπορεί να βρει στη ζωγραφική του Καζάζη το τέλειο μοτίβο. Μην το ξεχνάτε είναι το μοτίβο που έχει πραγματικά σημασία. Μόνο το μοτίβο.
Αυτή την εποχή στις κινηματογραφικές αίθουσες παίζεται η ταινία Jackie Brown του Ταραντίνο. Η funky ατμόσφαιρα και ο φλασάτος ερωτισμός της δεκαετίας του '70 έχουν εκεί την τιμητική τους μοιάζοντας ταυτόχρονα σαν ένα από τα πιο σύγχρονα πράγματα που έχουμε δει τελευταία. Μια εικαστική δουλειά που εκτίθεται τις ίδιες μέρες φαίνεται να κάνει (σχεδόν) το ίδιο. Υπάρχουν καλλιτέχνες με συχνή εκθεσιακή παρουσία και άλλοι με σπάνια.
Ο Γιώργος Καζάζης (γ.1958) ανήκει ανεπιφύλακτα στη δεύτερη κατηγορία αν και το εκθεσιακό του ιστορικό αγγίζει περίπου τα δεκαπέντε χρόνια. Ως αποτέλεσμα αυτής του της τακτικής, έχει εξελιχθεί σε ένα είδος cult καλλιτέχνη, τον οποίο μνημονεύουν οι «ειδικοί», κριτικοί και καλλιτέχνες, ως έναν από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους τελάρου στην Ελλάδα σήμερα. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα για το πώς η δεύτερη μετά-το-μοντέρνο γενιά Ελλήνων εικαστικών δίνει λύσεις στο πρόβλημα (που λέει ο λόγος)της ζωγραφικότητας. Έτσι η αφορμή της έκθεσης στην ΑΣΚΤ είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να έρθει κάποιος σε επαφή με τη δουλειά του. Όποιος θα το κάνει για πρώτη φορά, καλό είναι να γνωρίζει ότι τα στοιχεία που θα αναγνωρίσει ως εξαιρετικά επίκαιρα ή μοδάτα μετά τον πρόσφατο βομβαρδισμό από τη "Νέα Βρετανική Τέχνη" έχουν την παρουσία τους εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Ποια στοιχεία δηλαδή; Παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας από τους τίτλους μέχρι τη θεματολογία, σαρκαστικό χιούμορ, ένα παιχνίδι μεταξύ παράστασης και αφαίρεσης με έντονα διακοσμητική διάθεση με -funky- χρώματα, χρήση των πιο μπανάλ ή πιο νεανικών αναφορών, διάλογος με την ποπ μουσική. Από την προτελευταία έκθεσή του στην γκαλερί Μέδουσα, πριν από έξι χρόνια, υπάρχουν σήμερα πολλές διαφοροποιήσεις. Οι ανοιχτά (;) σεξουαλικές αναφορές της δουλειάς και (πολύ περισσότερο) των τίτλων της περιόδου 1989-1992 έδωσαν τη θέση τους σε πιο κρυπτικές αναπαραστάσεις, όπου -παρ' όλα αυτά- ο ερωτισμός παραμονεύει σαν ένα απαγορευμένο παιχνίδι. Οι ανοιχτά περιγραφικοί, συχνά βωμολοχικοί τίτλοι έδωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τη θέση σε ένα μονότονα επαναληπτικό "άτιτλο". Είναι λογικό: Η επιφάνεια της ζωγραφικής του Καζάζη έχει αρχίσει να λέει υπερβολικά πολλά για να περιγραφούν λεκτικά. Για την ακρίβεια, η επιφάνεια μοιάζει να είναι το Α και το Ω της καλλιτεχνικής πράξης.
Μοιάζει. Ο Καζάζης γνωρίζει πολύ καλά τη λαγνεία της εποχής με την αισθητική της κενότητας και στήνει μαζί της ένα μακιαβελικό παιχνίδι. Αφαίρεση και Διακοσμητικά είναι φαινομενικά τα κυρίαρχα θέματα εδώ. Ανάμεσά τους όμως ανασύρεται όλη η πολιτισμική ιστορία των τελευταία τριάντα χρόνων. Από την ψυχεδελική κουλτούρα μέχρι τις κυβερνοπάνκ περιπλανήσεις. Το πλαίσιο το οποίο επανέρχεται σταθερά είναι η συμμετρία. Όλα τα θέματα, αναγνωρίσιμα ή μη, ξεδιπλώνονται σαν καλειδοσκοπικές συνθέσεις ή δυτικοποιημένα μαντάλας. Σαν ελάχιστα αναγνωρίσιμους χάρτες αγνώστων, εξωγήινων περιοχών. Τα τελάρα, όλα σχεδόν στην πανομοιότυπη διάσταση 220x220 εκατοστά, γεμίζουν με επαναλαμβανόμενα, παραισθητικά σχήματα που ακροβατούν μεταξύ της διακοσμητικότητας ενός χαρτιού περιτυλίγματος και της εκρηκτικότητας ενός bad trip. Έχοντας κανείς αυτά κατά νου, θα υπέθετε μια όψιμη χίπικη χαλάρωση. Αντιθέτως ο Καζάζης εισάγει και τον ηλεκτρονικό παράγοντα (τα έργα συχνά συντίθενται στον υπολογιστή πριν μεταφερθούν στο τελάρο) και την αισθητική των pixels, λιγότερο εμφανής πάντως σήμερα απ' ό,τι στην τελευταία του έκθεση πριν από τρία χρόνια. Έτσι, ανάμεσα στα καλειδοσκόπια μπλέκονται μνήμες από το ιστορικό ηλεκτρονικό παιχνίδι Pac Man και όλη τη νεότευκτη παράδοση των video games που ό,τι αντιρρήσεις και αν προβάλλουν οι προστάτες της ζωγραφικής παράδοσης, έχουν αφήσει ανεξίτηλες οπτικές μνήμες στο συλλογικό ασυνείδητο. Κάποιος αόρατος κάνναβος φαίνεται να κρατάει τα πάντα σε τάξη με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η ποπ αρχιτεκτονικότητα των κύβων Lego. Και η θεματολογία; Εδώ κανείς κινδυνεύει να τρελαθεί. Ξεκινώντας από ανέμελες (;) φιγούρες πουλιών, ζώων, κεράτων (;), αυτοκινήτων, τσιμεντομηχανών, μαχαιροπίρουνα (πόσοι Έλληνες θα απεμπολούσαν τόσο απροκάλυπτα τη σοβαροφάνειά τους;) θα φτάσει σε δυσοίωνες, δισυπόστατες φιγούρες ερωτικών χορών που θα μπορούσαν να ανασύρουν στον πονηρεμένο βιβλιοθήκες ολόκληρες από kama sutra εικόνες. Εξάλλου, ποιος θα σκεφτόταν πριν δει τη ζωγραφική του Καζάζη ότι η φόρμα των κλειδιών (της πόρτας) θα έδενε τόσο αρμονικά με τα λαχούρια και θα προκαλούσε το ίδιο ψυχεδελίζον αποτέλεσμα. Ηδονισμός, ατμόσφαιρα πάρτυ, παραίσθηση αλλά, ταυτόχρονα, και καθημερινότητα banalite και ανθρωπιά. Η ελληνική slacker κουλτούρα των 90s, σε όποιο βαθμό πραγματικά υπήρξε ή υπάρχει, μπορεί να βρει στη ζωγραφική του Καζάζη το τέλειο μοτίβο. Μην το ξεχνάτε είναι το μοτίβο που έχει πραγματικά σημασία. Μόνο το μοτίβο.
Thanasis Moutsopoulos, ANTI magazine, no. 658 10/4/1998
It's my Party - The Question of the painterly in the Age of Techno
Tarantino's film Jackie Brown, currently on show at the cinemas, is a celebration of the funky atmosphere and the flashy eroticism of the '70s but also one of the most modern things we have seen of late. A body of artistic work which is also exhibited these days seems to be doing (much) the same thing. Some artists exhibit frequently, others rarely.
George Kazazis (b.1958) is definitely among the latter, even though his show record spans almost fifteen years. As a result of this strategy he has become a kind of "cult" artist, cited by "experts", critics and artists alike as one of the most important canvas painters in Greece today; perhaps the best example of how the second post-modern generation of Greek artists deal with the problem of the painterly (if it is a problem). Thus the exhibition at the Athens School of Fine Arts is an excellent opportunity for one to approach his work. Those who do so for the first time should bear in mind that the elements they will recognize as highly up-to-date or trendy, after our recent inundation by the "Young British Art", have been present here for some ten years now. Which elements are these? The total lack of self-importance, from the titles to the subjects, a sarcastic humour, an interplay between abstraction and representation and an intensely decorative mood with -funky- colours, use of the most banal or the most youthful references, and a dialogue with pop music. Since his last-but-one exhibition at the Medusa gallery, six years ago, many things have changed. The openly(?) sexual references in the works and (particularly) the titles of the 1989-1992 period have given way to more cryptic images, although eroticism still lurks there like a forbidden game. The openly descriptive and often profane titles have also given way to a monotonously repetitive "untitled". It makes sense: Kazazis's painted surface now says too much for words to describe. To be precise, the surface seems to be the beginning and the end of the artistic act.
"Seems to be": Kazazis is fully aware of our age's lust for the aesthetic of the empty, and plays a Machiavellian game with it. Abstraction and Decorative elements are the dominant themes here. Between them, they reference the entire cultural history of the last thirty years, from psychedelics to the cyberpunk. The one consistently recurrent framework is symmetry. All themes, recognizable or not, unfold like kaleidoscopic compositions or Westernised mandalas; like the barely recognisable maps of unfamiliar, extraterrestrial regions. The canvases, almost all in a standardized 220x220 cm, are filled with repetitive hallucinatory patterns which hover between the decorativeness of a gift-wrapping paper and the explosiveness of a bad trip. With all these in mind, one would expect a kind of late hippie laxity. Instead, Kazazis introduces both the electronic parameter (his works are often put together on the computer and then transferred to the canvas) and a pixel aesthetic, although the latter is less pronounced than in his previous show of three years ago. The kaleidoscopes are thus mixed with memories from the classic Pacman screen game and the whole late tradition of video games, which, despite the objections of the champions of painterly tradition, has left indelible visual traces on the collective unconscious. Some invisible grid seems to keep everything in order, in much the same way as the pop architectural structure of Lego bricks. And his subjects? Now this can drive you crazy. He starts from the jaunty(?) figures of birds, animals, horns(?), cars, concrete mixers, cutlery (how many Greeks would so openly shed their self-importance?) to reach the sinister, equivocal themes of erotic dances which may evoke whole libraries of Kamasutra images to those in the know. Besides, who would have thought, before seeing the art of Kazazis, that the form of the keys (to the door) would fit in so harmoniously with the decorative twirls and would lead to the same psychedelic-like effect. Hedonism, party atmosphere and hallucination, but at the same time everyday reality, banality and humanity. The Greek slacker culture of the 90's, to the extent that it existed or still exists, may find the perfect motif in the painting of Kazazis. Do not forget, it is the motif that really matters. Only the motif.
It's my Party - The Question of the painterly in the Age of Techno
Tarantino's film Jackie Brown, currently on show at the cinemas, is a celebration of the funky atmosphere and the flashy eroticism of the '70s but also one of the most modern things we have seen of late. A body of artistic work which is also exhibited these days seems to be doing (much) the same thing. Some artists exhibit frequently, others rarely.
George Kazazis (b.1958) is definitely among the latter, even though his show record spans almost fifteen years. As a result of this strategy he has become a kind of "cult" artist, cited by "experts", critics and artists alike as one of the most important canvas painters in Greece today; perhaps the best example of how the second post-modern generation of Greek artists deal with the problem of the painterly (if it is a problem). Thus the exhibition at the Athens School of Fine Arts is an excellent opportunity for one to approach his work. Those who do so for the first time should bear in mind that the elements they will recognize as highly up-to-date or trendy, after our recent inundation by the "Young British Art", have been present here for some ten years now. Which elements are these? The total lack of self-importance, from the titles to the subjects, a sarcastic humour, an interplay between abstraction and representation and an intensely decorative mood with -funky- colours, use of the most banal or the most youthful references, and a dialogue with pop music. Since his last-but-one exhibition at the Medusa gallery, six years ago, many things have changed. The openly(?) sexual references in the works and (particularly) the titles of the 1989-1992 period have given way to more cryptic images, although eroticism still lurks there like a forbidden game. The openly descriptive and often profane titles have also given way to a monotonously repetitive "untitled". It makes sense: Kazazis's painted surface now says too much for words to describe. To be precise, the surface seems to be the beginning and the end of the artistic act.
"Seems to be": Kazazis is fully aware of our age's lust for the aesthetic of the empty, and plays a Machiavellian game with it. Abstraction and Decorative elements are the dominant themes here. Between them, they reference the entire cultural history of the last thirty years, from psychedelics to the cyberpunk. The one consistently recurrent framework is symmetry. All themes, recognizable or not, unfold like kaleidoscopic compositions or Westernised mandalas; like the barely recognisable maps of unfamiliar, extraterrestrial regions. The canvases, almost all in a standardized 220x220 cm, are filled with repetitive hallucinatory patterns which hover between the decorativeness of a gift-wrapping paper and the explosiveness of a bad trip. With all these in mind, one would expect a kind of late hippie laxity. Instead, Kazazis introduces both the electronic parameter (his works are often put together on the computer and then transferred to the canvas) and a pixel aesthetic, although the latter is less pronounced than in his previous show of three years ago. The kaleidoscopes are thus mixed with memories from the classic Pacman screen game and the whole late tradition of video games, which, despite the objections of the champions of painterly tradition, has left indelible visual traces on the collective unconscious. Some invisible grid seems to keep everything in order, in much the same way as the pop architectural structure of Lego bricks. And his subjects? Now this can drive you crazy. He starts from the jaunty(?) figures of birds, animals, horns(?), cars, concrete mixers, cutlery (how many Greeks would so openly shed their self-importance?) to reach the sinister, equivocal themes of erotic dances which may evoke whole libraries of Kamasutra images to those in the know. Besides, who would have thought, before seeing the art of Kazazis, that the form of the keys (to the door) would fit in so harmoniously with the decorative twirls and would lead to the same psychedelic-like effect. Hedonism, party atmosphere and hallucination, but at the same time everyday reality, banality and humanity. The Greek slacker culture of the 90's, to the extent that it existed or still exists, may find the perfect motif in the painting of Kazazis. Do not forget, it is the motif that really matters. Only the motif.
1998 / Post-it Art
Στέλλα Πιπεράκη, Post-it Art - 3Μ Καινοτομία, Κατάλογος έκθεσης “3Μ Καινοτομία”, Intercontinental Αθήνα, Vilca Θεσ/νίκη, 1998
Μελετώντας το διώνυμο "τεχνολογία-Τέχνη", στο έργο του Καζάζη, αντιμετωπίζουμε την Τέχνη σε μία άλλη διάσταση. Η τεχνολογία, έχοντας ένα ρόλο αντίστοιχο εκείνου που έπαιζε η μαγεία στην τέχνη των πρωτόγονων λαών ή το θρησκευτικό συναίσθημα, μέχρι κάποια ορισμένη εποχή, έγινε πηγή έμπνευσης στο δημιουργικό ταλέντο του καλλιτέχνη. Νοητικά σχήματα και μορφοποιήσεις υλικών, η αξία των οποίων πηγάζει από μέσα τους και όχι από τη θέση που κατέχουν, μετασχηματίζουν, με ελεγχόμενο τρόπο, μία αρχική κατάσταση σε τελική. Η καλλιτεχνική έκφραση του Καζάζη χαράζει ομόκεντρους κύκλους, που γίνονται ερέθισμα για τη βίωση του απείρου και της φαντασίας.
Οι ομόκεντροι κύκλοι, μοτίβο εμβληματικής φόρμας, σύμβολο γενικά αποδεκτό, με την εξάπλωση τους,
Μελετώντας το διώνυμο "τεχνολογία-Τέχνη", στο έργο του Καζάζη, αντιμετωπίζουμε την Τέχνη σε μία άλλη διάσταση. Η τεχνολογία, έχοντας ένα ρόλο αντίστοιχο εκείνου που έπαιζε η μαγεία στην τέχνη των πρωτόγονων λαών ή το θρησκευτικό συναίσθημα, μέχρι κάποια ορισμένη εποχή, έγινε πηγή έμπνευσης στο δημιουργικό ταλέντο του καλλιτέχνη. Νοητικά σχήματα και μορφοποιήσεις υλικών, η αξία των οποίων πηγάζει από μέσα τους και όχι από τη θέση που κατέχουν, μετασχηματίζουν, με ελεγχόμενο τρόπο, μία αρχική κατάσταση σε τελική. Η καλλιτεχνική έκφραση του Καζάζη χαράζει ομόκεντρους κύκλους, που γίνονται ερέθισμα για τη βίωση του απείρου και της φαντασίας.
Οι ομόκεντροι κύκλοι, μοτίβο εμβληματικής φόρμας, σύμβολο γενικά αποδεκτό, με την εξάπλωση τους,
καλούν
τον θεατή να συμμετάσχει στην ατέρμονη πορεία του σύμπαντος και της επικοινωνίας.
Ανθρώπινες φιγούρες που αποκλίνουν σ' ένα αέναο γαλάζιο, ή σε κάποιο ηλιακό σύστημα, με κέντρο την πολυθρόνα κενή και μετέωρη, προβληματίζουν τον θεατή, ζωντανεύοντας ταυτόχρονα τόσο έντονα τη φαντασία του, ώστε χωρίς δυσκολία αυτός να εισέρχεται στον κόσμο του καλλιτέχνη, και να νιώθει τις έννοιες της προοπτικής, της επικοινωνίας, της παγκοσμιότητας. Τα χρώματα, έχοντας τη δική τους μουσική, τη δική τους χορογραφία, τη δική τους μυστική γλώσσα, υποβάλλουν συναισθήματα στον θεατή. Το διάσπαρτο κόκκινο, χρώμα άμεσα ερωτικό, δεν υποτάσσεται στην ανάγκη της αντικειμενικής περιγραφής. Ο ζωγράφος, μέσω του υπερβατικού και του γήινου αποκαλύπτει φανερά το ιδιόμορφο ταλέντο του. Το έργο του δεν απευθύνεται μονό στο μάτι, αλλά μεταφέρει ένα μήνυμα βαθύτερο, που καθιστά την τεχνολογία πιο ανθρώπινη, σχεδόν τρυφερή.
Ανθρώπινες φιγούρες που αποκλίνουν σ' ένα αέναο γαλάζιο, ή σε κάποιο ηλιακό σύστημα, με κέντρο την πολυθρόνα κενή και μετέωρη, προβληματίζουν τον θεατή, ζωντανεύοντας ταυτόχρονα τόσο έντονα τη φαντασία του, ώστε χωρίς δυσκολία αυτός να εισέρχεται στον κόσμο του καλλιτέχνη, και να νιώθει τις έννοιες της προοπτικής, της επικοινωνίας, της παγκοσμιότητας. Τα χρώματα, έχοντας τη δική τους μουσική, τη δική τους χορογραφία, τη δική τους μυστική γλώσσα, υποβάλλουν συναισθήματα στον θεατή. Το διάσπαρτο κόκκινο, χρώμα άμεσα ερωτικό, δεν υποτάσσεται στην ανάγκη της αντικειμενικής περιγραφής. Ο ζωγράφος, μέσω του υπερβατικού και του γήινου αποκαλύπτει φανερά το ιδιόμορφο ταλέντο του. Το έργο του δεν απευθύνεται μονό στο μάτι, αλλά μεταφέρει ένα μήνυμα βαθύτερο, που καθιστά την τεχνολογία πιο ανθρώπινη, σχεδόν τρυφερή.
1996 / Arti Magazine
"Arti", Περιοδικό Τέχνης, τεύχος 31, 1996
Ένα κόκκινο κουνέλι, δεν είναι ούτε κουνέλι, ούτε κόκκινο, είναι ένα κόκκινο κουνέλι.
Πως να βάλεις ένα πορτοκαλί δέντρο δίπλα σε ένα γαλάζιο αστακό και να είναι σα να βάζεις ένα πιρούνι δίπλα σε ένα πιάτο.
Πως να επανενεργοποιηθεί η συμμετρία -ο παλιός κανόνας της διακόσμησης- στη Ζωγραφική.
Συμμετρία, αδιάφορη και βαρετή, μα ωραία και προκλητική.
Η χαρά του να βάζεις ένα καθαρό γαλάζιο επάνω σε ένα απόλυτο κόκκινο.
Η χαρά της αντιπαράθεσης, η πρόκληση του απρόοπτου, του απρόβλεπτου, η περιέργεια του επαναπροσδιορισμού του σχεδίου.
Το βασίλειο του υποκειμενισμού.
Αυτό, έτσι ακριβώς, το θέλω εδώ και όχι εκεί.
Εγώ θα αναδείξω ένα αντικείμενο και Εγώ πάλι θα το υποβαθμίσω.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε το περιττό αισθητικό αποτέλεσμα;
Υπάρχει άραγε, το χρώμα ως έννοια και ως χώρος;
Γιώργος Καζάζης
Ένα κόκκινο κουνέλι, δεν είναι ούτε κουνέλι, ούτε κόκκινο, είναι ένα κόκκινο κουνέλι.
Πως να βάλεις ένα πορτοκαλί δέντρο δίπλα σε ένα γαλάζιο αστακό και να είναι σα να βάζεις ένα πιρούνι δίπλα σε ένα πιάτο.
Πως να επανενεργοποιηθεί η συμμετρία -ο παλιός κανόνας της διακόσμησης- στη Ζωγραφική.
Συμμετρία, αδιάφορη και βαρετή, μα ωραία και προκλητική.
Η χαρά του να βάζεις ένα καθαρό γαλάζιο επάνω σε ένα απόλυτο κόκκινο.
Η χαρά της αντιπαράθεσης, η πρόκληση του απρόοπτου, του απρόβλεπτου, η περιέργεια του επαναπροσδιορισμού του σχεδίου.
Το βασίλειο του υποκειμενισμού.
Αυτό, έτσι ακριβώς, το θέλω εδώ και όχι εκεί.
Εγώ θα αναδείξω ένα αντικείμενο και Εγώ πάλι θα το υποβαθμίσω.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε το περιττό αισθητικό αποτέλεσμα;
Υπάρχει άραγε, το χρώμα ως έννοια και ως χώρος;
Γιώργος Καζάζης
"Arti", Art Magazine, issue 31, 1996
A red rabbit is neither a rabbit nor red -it is a red rabbit.
How to place an orange-coloured tree next to a blue lobster and make it look like a fork beside a plate.
How to reactivate symmetry -that old standard of decoration- in Painting.
Symmetry, boring and indifferent yet beautiful and provocative.
The pleasure of placing a clear azure over a sheer red.
The joy of contrasts, the challenge of the unforeseen, the curiosity of redefining the drawing.
The reign of subjectivity.
I want this exactly so, here and not there.
It is up to me to promote and object, and up to me again to downgrade it.
How can we avoid the superfluous aesthetic result?
Does colour exist both as concept and space?
George Kazazis
A red rabbit is neither a rabbit nor red -it is a red rabbit.
How to place an orange-coloured tree next to a blue lobster and make it look like a fork beside a plate.
How to reactivate symmetry -that old standard of decoration- in Painting.
Symmetry, boring and indifferent yet beautiful and provocative.
The pleasure of placing a clear azure over a sheer red.
The joy of contrasts, the challenge of the unforeseen, the curiosity of redefining the drawing.
The reign of subjectivity.
I want this exactly so, here and not there.
It is up to me to promote and object, and up to me again to downgrade it.
How can we avoid the superfluous aesthetic result?
Does colour exist both as concept and space?
George Kazazis
1992 / Two Texts
1. Περιοδικό ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ
2. Προσγειώσεις και απογειώσεις
1. Μπία Παπαδοπούλου, Περιοδικό “ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ”, Τεύχος 6-7, 1992
Στην πρόσφατη έκθεση του στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα, ο Γιώργος Καζάζης παρουσίασε πίνακες και σχέδια των δύο τελευταίων ετών που καταργούν την αναγεννησιακή προοπτική και επιβάλλουν την προσωπική του θεώρηση του χώρου. Ο καλλιτέχνης τονίζει το δισδιάστατο χαρακτήρα των έργων και αποποιείται το νόμο της βαρύτητας, με αποτέλεσμα τα όποια παραστατικά στοιχεία να μοιάζουν να αιωρούνται στο εξωπραγματικό ζωγραφικό πεδίο. Ο θεατή ς καλείται να ατενίσει την επιφάνεια του πίνακα και να απολαύσει τις φορμαλιστικές ποιότητες της ανάγλυφης ματιέρας και των αυτούσιων κομματιών πηχτής μπογιάς που αντιπαρατίθενται με τμήματα λευκού ανέγγιχτου καμβά. Ηθελημένη απειθαρχία και παρορμητισμός χαρακτηρίζουν αυτά τα έργα όπου η απότομη σκληρή πινελιά, η χειρονομιακή γραφή, τα παχιά μαύρα περιγράμματα, και τα έντονα χρώματα ορίζουν την άγρια και ατίθαση, αυτοματική σχεδόν, διάθεση του καλλιτέχνη.
Ο Καζάζης στρέφεται κυρίως σε θέματα ερωτικά, με έντονη σχεδιαστική περιγραφικότητα και δίχως εικονικές υπεκφυγές σε έργα όπως Οι θαυμάστριες τον τυμπανιστή, No 2 του 1992 ή στο τρίπτυχο Μεγάλο, Μεσαίο, Μικρό του 1990. Η αμεσότητα και η ωμότητα αυτών των έργων σοκάρει καθώς ο σεξουαλισμός και η βιαιότητα έρχονται στο επίκεντρο, αντικαθιστώντας κάθε ίχνος ρομαντισμού. Σε άλλους πάλι πίνακες (Έκθαμβη τη στιγμή της διείσδυσης, 1991 Αιδοίο με αναστολές, του ίδιου χρόνου Στη χώρα του αιδοίου, 1989), το ερωτικό στοιχείο υποδηλώνεται μόνο από τους τίτλους αφού κυριαρχεί μια αφαιρετική προσέγγιση ή μια απλά οριακή περιγραφή. Μια ακόμα σειρά ζωγραφικών έργων αντλεί την έμπνευση της από βιωματικές καταστάσεις και κινείται και αυτή ανάμεσα στους πόλους της καθαρής παράστασης (Χριστούγεννα στο δάσος, 1991) και της αφαίρεσης (Φεγγαρόφωτο, 1991). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα κάρβουνα του καλλιτέχνη, όπου ο έρωτας συχνά ταυτίζεται με ειδωλολατρικές ή μαρτυρικές τελετές. Εδώ η ακραία σεξουαλικότητα παύει πια να είναι πηγή ηδονής και μετατρέπεται σε βασανιστική πράξη, ενώ ο θάνατος στέκει ως λύτρωση και ως εξαγνισμός. Προκλητικοί οι πρόσφατοι πίνακες και τα σχέδια του Καζάζη, δεν αφήνουν ουδέτερο το θεατή με τη φορμαλιστική και θεματογραφική ειλικρίνεια, τόλμη και άκρατη ελευθερία τους.
Στην πρόσφατη έκθεση του στην Αίθουσα Τέχνης Μέδουσα, ο Γιώργος Καζάζης παρουσίασε πίνακες και σχέδια των δύο τελευταίων ετών που καταργούν την αναγεννησιακή προοπτική και επιβάλλουν την προσωπική του θεώρηση του χώρου. Ο καλλιτέχνης τονίζει το δισδιάστατο χαρακτήρα των έργων και αποποιείται το νόμο της βαρύτητας, με αποτέλεσμα τα όποια παραστατικά στοιχεία να μοιάζουν να αιωρούνται στο εξωπραγματικό ζωγραφικό πεδίο. Ο θεατή ς καλείται να ατενίσει την επιφάνεια του πίνακα και να απολαύσει τις φορμαλιστικές ποιότητες της ανάγλυφης ματιέρας και των αυτούσιων κομματιών πηχτής μπογιάς που αντιπαρατίθενται με τμήματα λευκού ανέγγιχτου καμβά. Ηθελημένη απειθαρχία και παρορμητισμός χαρακτηρίζουν αυτά τα έργα όπου η απότομη σκληρή πινελιά, η χειρονομιακή γραφή, τα παχιά μαύρα περιγράμματα, και τα έντονα χρώματα ορίζουν την άγρια και ατίθαση, αυτοματική σχεδόν, διάθεση του καλλιτέχνη.
Ο Καζάζης στρέφεται κυρίως σε θέματα ερωτικά, με έντονη σχεδιαστική περιγραφικότητα και δίχως εικονικές υπεκφυγές σε έργα όπως Οι θαυμάστριες τον τυμπανιστή, No 2 του 1992 ή στο τρίπτυχο Μεγάλο, Μεσαίο, Μικρό του 1990. Η αμεσότητα και η ωμότητα αυτών των έργων σοκάρει καθώς ο σεξουαλισμός και η βιαιότητα έρχονται στο επίκεντρο, αντικαθιστώντας κάθε ίχνος ρομαντισμού. Σε άλλους πάλι πίνακες (Έκθαμβη τη στιγμή της διείσδυσης, 1991 Αιδοίο με αναστολές, του ίδιου χρόνου Στη χώρα του αιδοίου, 1989), το ερωτικό στοιχείο υποδηλώνεται μόνο από τους τίτλους αφού κυριαρχεί μια αφαιρετική προσέγγιση ή μια απλά οριακή περιγραφή. Μια ακόμα σειρά ζωγραφικών έργων αντλεί την έμπνευση της από βιωματικές καταστάσεις και κινείται και αυτή ανάμεσα στους πόλους της καθαρής παράστασης (Χριστούγεννα στο δάσος, 1991) και της αφαίρεσης (Φεγγαρόφωτο, 1991). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα κάρβουνα του καλλιτέχνη, όπου ο έρωτας συχνά ταυτίζεται με ειδωλολατρικές ή μαρτυρικές τελετές. Εδώ η ακραία σεξουαλικότητα παύει πια να είναι πηγή ηδονής και μετατρέπεται σε βασανιστική πράξη, ενώ ο θάνατος στέκει ως λύτρωση και ως εξαγνισμός. Προκλητικοί οι πρόσφατοι πίνακες και τα σχέδια του Καζάζη, δεν αφήνουν ουδέτερο το θεατή με τη φορμαλιστική και θεματογραφική ειλικρίνεια, τόλμη και άκρατη ελευθερία τους.
2. Αθηνά Σχινά, Προσγειώσεις και απογειώσεις, Περιοδικό “ΑΝΤΙ”, Τεύχος 493, 1/5/1992
(Απόσπασμα)
Ανάμεσα στην πολυφωνία των εκθέσεων που παρουσιάζουν οι διάφορες αίθουσες τέχνης, επισημαίνονται ορισμένα σύνολα έργων, όχι με τα παλαιότερα ισχύοντα αξιολογικά κριτήρια, αλλά με τη διάθεση να καταγραφεί η διαδικασία και το σκεπτικό της δημιουργίας τους. Η κριτική λειτουργία, για το ρόλο της οποίας θα επανέλθω σε επόμενο σημείωμα, εκδιπλώνει μια ορισμένη πτυχή ανάγνωσης (χαρακτηριστική κατά το μάλλον ή ήττον της), χωρίς να αποκλείει τις άλλες, γιατί ο λόγος της οφείλει πλέον να υπάρχει περισσότερο υπαινικτικά παρά αποφατικά, αφ' ης στιγμής επανατίθεται συνολικότερα το πρόβλημα της κριτικής για το τι καθορίζει σήμερα, διατηρώντας το προνόμιο να κινείται έξω από το εμπορικό και δημοσχεσιακό βέβαια κύκλωμα. Το ζήτημα που θίγω, δεν το προεκτείνω εδώ, μιας και θα εξεταστεί ευρύτερα. Αφορμή ωστόσο για να ξεκινήσω τούτην την περιδιάβαση, στάθηκε η αναγνωρισμένη πλέον πολυφωνία που παρατηρείται στα ιδιώματα των καλλιτεχνών, αλλά και στη συγχρονία που αυτά εκθεσιακά παρουσιάζονται, πράγμα που δυσχεραίνει τις όποιες συνάφειες, πολύ δε περισσότερο τον κοινό τους (;) παρονομαστή, αν και αυτός δεν διακρίνεται, έτσι ώστε να καθορίσει, έστω και καταχρηστικά, ένα συμβατικό τίτλο. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με τις ελευθερίες και τις αποστάσεις που μπορεί να πάρει, χωρίς ή με τίτλο, ο ρητορικός λόγος της κριτικής, εποικοδομώντας το κύρος της δικής του πραγματικότητας, στο μέτρο που αυτή ελέγχεται για τα περιθώρια της αυθαιρεσίας της και στο βαθμό που μπορεί να επισημαίνει την μέθοδο ανάγνωσης των έργων, από την άλλη πλευρά, ως τρόπο αναζήτησης της αλήθειας που υποθηκεύουν τα έργα αυτά, όπως και της επικοινωνιακής γλώσσας που αποκωδικοποιείται από την συνθήκη τους. …Οι πίνακες του Γιώργου Καζάζη στη Μέδουσα (Ξενοκράτους 7) πρόθεση τους είχαν να αποδώσουν μέσα από χρωματικές εντάσεις κι αντιθέσεις έναν εξωτικό ερωτισμό, αθώο και ταυτόχρονα άγριο στην ορμητικότητα της ελευθερίας του ενστίκτου, χωρίς να παρακάμπτεται ένα κοινωνικό σχόλιο, γύρω από τις υποκρυπτόμενες φαντασιώσεις που με τελετουργικά προσχήματα παρουσιαζόταν απροκάλυπτα. Ενδιαφέρουσα αφετηρία κι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα η αντιμετώπιση, εκτός από το ότι το βλέμμα του θεατή δεν πήγαινε εκεί που ήθελε να το προσανατολίσει ο ζωγράφος, δηλαδή σε ό,τι υποδήλωναν τα έργα αυτά, πίσω από την πρωτοβάθμια ανάγνωση, η οποία σε αρκετές των περιπτώσεων ήταν δεσμευτική. Πριμοδοτούσε τον αισθησιασμό της θεματογραφίας η παρουσίαση της, υποστέλλοντας τα όποια τελετουργικά στοιχεία φανερώνονταν μέσα από την εικονογράφηση, χωρίς αυτά να μυούν αναδραστικά και με τον απαιτούμενο διενεργητικό τρόπο τον αποδέκτη τους, τουλάχιστον όσο το υποσχόταν η συμπαράθεσή τους...
(Απόσπασμα)
Ανάμεσα στην πολυφωνία των εκθέσεων που παρουσιάζουν οι διάφορες αίθουσες τέχνης, επισημαίνονται ορισμένα σύνολα έργων, όχι με τα παλαιότερα ισχύοντα αξιολογικά κριτήρια, αλλά με τη διάθεση να καταγραφεί η διαδικασία και το σκεπτικό της δημιουργίας τους. Η κριτική λειτουργία, για το ρόλο της οποίας θα επανέλθω σε επόμενο σημείωμα, εκδιπλώνει μια ορισμένη πτυχή ανάγνωσης (χαρακτηριστική κατά το μάλλον ή ήττον της), χωρίς να αποκλείει τις άλλες, γιατί ο λόγος της οφείλει πλέον να υπάρχει περισσότερο υπαινικτικά παρά αποφατικά, αφ' ης στιγμής επανατίθεται συνολικότερα το πρόβλημα της κριτικής για το τι καθορίζει σήμερα, διατηρώντας το προνόμιο να κινείται έξω από το εμπορικό και δημοσχεσιακό βέβαια κύκλωμα. Το ζήτημα που θίγω, δεν το προεκτείνω εδώ, μιας και θα εξεταστεί ευρύτερα. Αφορμή ωστόσο για να ξεκινήσω τούτην την περιδιάβαση, στάθηκε η αναγνωρισμένη πλέον πολυφωνία που παρατηρείται στα ιδιώματα των καλλιτεχνών, αλλά και στη συγχρονία που αυτά εκθεσιακά παρουσιάζονται, πράγμα που δυσχεραίνει τις όποιες συνάφειες, πολύ δε περισσότερο τον κοινό τους (;) παρονομαστή, αν και αυτός δεν διακρίνεται, έτσι ώστε να καθορίσει, έστω και καταχρηστικά, ένα συμβατικό τίτλο. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με τις ελευθερίες και τις αποστάσεις που μπορεί να πάρει, χωρίς ή με τίτλο, ο ρητορικός λόγος της κριτικής, εποικοδομώντας το κύρος της δικής του πραγματικότητας, στο μέτρο που αυτή ελέγχεται για τα περιθώρια της αυθαιρεσίας της και στο βαθμό που μπορεί να επισημαίνει την μέθοδο ανάγνωσης των έργων, από την άλλη πλευρά, ως τρόπο αναζήτησης της αλήθειας που υποθηκεύουν τα έργα αυτά, όπως και της επικοινωνιακής γλώσσας που αποκωδικοποιείται από την συνθήκη τους. …Οι πίνακες του Γιώργου Καζάζη στη Μέδουσα (Ξενοκράτους 7) πρόθεση τους είχαν να αποδώσουν μέσα από χρωματικές εντάσεις κι αντιθέσεις έναν εξωτικό ερωτισμό, αθώο και ταυτόχρονα άγριο στην ορμητικότητα της ελευθερίας του ενστίκτου, χωρίς να παρακάμπτεται ένα κοινωνικό σχόλιο, γύρω από τις υποκρυπτόμενες φαντασιώσεις που με τελετουργικά προσχήματα παρουσιαζόταν απροκάλυπτα. Ενδιαφέρουσα αφετηρία κι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα η αντιμετώπιση, εκτός από το ότι το βλέμμα του θεατή δεν πήγαινε εκεί που ήθελε να το προσανατολίσει ο ζωγράφος, δηλαδή σε ό,τι υποδήλωναν τα έργα αυτά, πίσω από την πρωτοβάθμια ανάγνωση, η οποία σε αρκετές των περιπτώσεων ήταν δεσμευτική. Πριμοδοτούσε τον αισθησιασμό της θεματογραφίας η παρουσίαση της, υποστέλλοντας τα όποια τελετουργικά στοιχεία φανερώνονταν μέσα από την εικονογράφηση, χωρίς αυτά να μυούν αναδραστικά και με τον απαιτούμενο διενεργητικό τρόπο τον αποδέκτη τους, τουλάχιστον όσο το υποσχόταν η συμπαράθεσή τους...