1998 / It's my Party


Θανάσης Μουτσόπουλος, Περιοδικό ΑΝΤΙ, Νο. 658 10/4/1998, It's my Party - Το Θέμα της Ζωγραφικότητας στην Εποχή του Techno
Αυτή την εποχή στις κινηματογραφικές αίθουσες παίζεται η ταινία Jackie Brown του Ταραντίνο. Η funky ατμόσφαιρα και ο φλασάτος ερωτισμός της δεκαετίας του '70 έχουν εκεί την τιμητική τους μοιάζοντας ταυτόχρονα σαν ένα από τα πιο σύγχρονα πράγματα που έχουμε δει τελευταία. Μια εικαστική δουλειά που εκτίθεται τις ίδιες μέρες φαίνεται να κάνει (σχεδόν) το ίδιο. Υπάρχουν καλλιτέχνες με συχνή εκθεσιακή παρουσία και άλλοι με σπάνια.
Ο Γιώργος Καζάζης (γ.1958) ανήκει ανεπιφύλακτα στη δεύτερη κατηγορία αν και το εκθεσιακό του ιστορικό αγγίζει περίπου τα δεκαπέντε χρόνια. Ως αποτέλεσμα αυτής του της τακτικής, έχει εξελιχθεί σε ένα είδος cult καλλιτέχνη, τον οποίο μνημονεύουν οι «ειδικοί», κριτικοί και καλλιτέχνες, ως έναν από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους τελάρου στην Ελλάδα σήμερα. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα για το πώς η δεύτερη μετά-το-μοντέρνο γενιά Ελλήνων εικαστικών δίνει λύσεις στο πρόβλημα (που λέει ο λόγος)της ζωγραφικότητας. Έτσι η αφορμή της έκθεσης στην ΑΣΚΤ είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να έρθει κάποιος σε επαφή με τη δουλειά του. Όποιος θα το κάνει για πρώτη φορά, καλό είναι να γνωρίζει ότι τα στοιχεία που θα αναγνωρίσει ως εξαιρετικά επίκαιρα ή μοδάτα μετά τον πρόσφατο βομβαρδισμό από τη "Νέα Βρετανική Τέχνη" έχουν την παρουσία τους εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Ποια στοιχεία δηλαδή; Παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας από τους τίτλους μέχρι τη θεματολογία, σαρκαστικό χιούμορ, ένα παιχνίδι μεταξύ παράστασης και αφαίρεσης με έντονα διακοσμητική διάθεση με -funky- χρώματα, χρήση των πιο μπανάλ ή πιο νεανικών αναφορών, διάλογος με την ποπ μουσική. Από την προτελευταία έκθεσή του στην γκαλερί Μέδουσα, πριν από έξι χρόνια, υπάρχουν σήμερα πολλές διαφοροποιήσεις. Οι ανοιχτά (;) σεξουαλικές αναφορές της δουλειάς και (πολύ περισσότερο) των τίτλων της περιόδου 1989-1992 έδωσαν τη θέση τους σε πιο κρυπτικές αναπαραστάσεις, όπου -παρ' όλα αυτά- ο ερωτισμός παραμονεύει σαν ένα απαγορευμένο παιχνίδι. Οι ανοιχτά περιγραφικοί, συχνά βωμολοχικοί τίτλοι έδωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τη θέση σε ένα μονότονα επαναληπτικό "άτιτλο". Είναι λογικό: Η επιφάνεια της ζωγραφικής του Καζάζη έχει αρχίσει να λέει υπερβολικά πολλά για να περιγραφούν λεκτικά. Για την ακρίβεια, η επιφάνεια μοιάζει να είναι το Α και το Ω της καλλιτεχνικής πράξης.
Μοιάζει. Ο Καζάζης γνωρίζει πολύ καλά τη λαγνεία της εποχής με την αισθητική της κενότητας και στήνει μαζί της ένα μακιαβελικό παιχνίδι. Αφαίρεση και Διακοσμητικά είναι φαινομενικά τα κυρίαρχα θέματα εδώ. Ανάμεσά τους όμως ανασύρεται όλη η πολιτισμική ιστορία των τελευταία τριάντα χρόνων. Από την ψυχεδελική κουλτούρα μέχρι τις κυβερνοπάνκ περιπλανήσεις. Το πλαίσιο το οποίο επανέρχεται σταθερά είναι η συμμετρία. Όλα τα θέματα, αναγνωρίσιμα ή μη, ξεδιπλώνονται σαν καλειδοσκοπικές συνθέσεις ή δυτικοποιημένα μαντάλας. Σαν ελάχιστα αναγνωρίσιμους χάρτες αγνώστων, εξωγήινων περιοχών. Τα τελάρα, όλα σχεδόν στην πανομοιότυπη διάσταση 220x220 εκατοστά, γεμίζουν με επαναλαμβανόμενα, παραισθητικά σχήματα που ακροβατούν μεταξύ της διακοσμητικότητας ενός χαρτιού περιτυλίγματος και της εκρηκτικότητας ενός bad trip. Έχοντας κανείς αυτά κατά νου, θα υπέθετε μια όψιμη χίπικη χαλάρωση. Αντιθέτως ο Καζάζης εισάγει και τον ηλεκτρονικό παράγοντα (τα έργα συχνά συντίθενται στον υπολογιστή πριν μεταφερθούν στο τελάρο) και την αισθητική των pixels, λιγότερο εμφανής πάντως σήμερα απ' ό,τι στην τελευταία του έκθεση πριν από τρία χρόνια. Έτσι, ανάμεσα στα καλειδοσκόπια μπλέκονται μνήμες από το ιστορικό ηλεκτρονικό παιχνίδι Pac Man και όλη τη νεότευκτη παράδοση των video games που ό,τι αντιρρήσεις και αν προβάλλουν οι προστάτες της ζωγραφικής παράδοσης, έχουν αφήσει ανεξίτηλες οπτικές μνήμες στο συλλογικό ασυνείδητο. Κάποιος αόρατος κάνναβος φαίνεται να κρατάει τα πάντα σε τάξη με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η ποπ αρχιτεκτονικότητα των κύβων Lego. Και η θεματολογία; Εδώ κανείς κινδυνεύει να τρελαθεί. Ξεκινώντας από ανέμελες (;) φιγούρες πουλιών, ζώων, κεράτων (;), αυτοκινήτων, τσιμεντομηχανών, μαχαιροπίρουνα (πόσοι Έλληνες θα απεμπολούσαν τόσο απροκάλυπτα τη σοβαροφάνειά τους;) θα φτάσει σε δυσοίωνες, δισυπόστατες φιγούρες ερωτικών χορών που θα μπορούσαν να ανασύρουν στον πονηρεμένο βιβλιοθήκες ολόκληρες από kama sutra εικόνες. Εξάλλου, ποιος θα σκεφτόταν πριν δει τη ζωγραφική του Καζάζη ότι η φόρμα των κλειδιών (της πόρτας) θα έδενε τόσο αρμονικά με τα λαχούρια και θα προκαλούσε το ίδιο ψυχεδελίζον αποτέλεσμα. Ηδονισμός, ατμόσφαιρα πάρτυ, παραίσθηση αλλά, ταυτόχρονα, και καθημερινότητα banalite και ανθρωπιά. Η ελληνική slacker κουλτούρα των 90s, σε όποιο βαθμό πραγματικά υπήρξε ή υπάρχει, μπορεί να βρει στη ζωγραφική του Καζάζη το τέλειο μοτίβο. Μην το ξεχνάτε είναι το μοτίβο που έχει πραγματικά σημασία. Μόνο το μοτίβο.
Αυτή την εποχή στις κινηματογραφικές αίθουσες παίζεται η ταινία Jackie Brown του Ταραντίνο. Η funky ατμόσφαιρα και ο φλασάτος ερωτισμός της δεκαετίας του '70 έχουν εκεί την τιμητική τους μοιάζοντας ταυτόχρονα σαν ένα από τα πιο σύγχρονα πράγματα που έχουμε δει τελευταία. Μια εικαστική δουλειά που εκτίθεται τις ίδιες μέρες φαίνεται να κάνει (σχεδόν) το ίδιο. Υπάρχουν καλλιτέχνες με συχνή εκθεσιακή παρουσία και άλλοι με σπάνια.
Ο Γιώργος Καζάζης (γ.1958) ανήκει ανεπιφύλακτα στη δεύτερη κατηγορία αν και το εκθεσιακό του ιστορικό αγγίζει περίπου τα δεκαπέντε χρόνια. Ως αποτέλεσμα αυτής του της τακτικής, έχει εξελιχθεί σε ένα είδος cult καλλιτέχνη, τον οποίο μνημονεύουν οι «ειδικοί», κριτικοί και καλλιτέχνες, ως έναν από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους τελάρου στην Ελλάδα σήμερα. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα για το πώς η δεύτερη μετά-το-μοντέρνο γενιά Ελλήνων εικαστικών δίνει λύσεις στο πρόβλημα (που λέει ο λόγος)της ζωγραφικότητας. Έτσι η αφορμή της έκθεσης στην ΑΣΚΤ είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να έρθει κάποιος σε επαφή με τη δουλειά του. Όποιος θα το κάνει για πρώτη φορά, καλό είναι να γνωρίζει ότι τα στοιχεία που θα αναγνωρίσει ως εξαιρετικά επίκαιρα ή μοδάτα μετά τον πρόσφατο βομβαρδισμό από τη "Νέα Βρετανική Τέχνη" έχουν την παρουσία τους εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Ποια στοιχεία δηλαδή; Παντελής έλλειψη σοβαροφάνειας από τους τίτλους μέχρι τη θεματολογία, σαρκαστικό χιούμορ, ένα παιχνίδι μεταξύ παράστασης και αφαίρεσης με έντονα διακοσμητική διάθεση με -funky- χρώματα, χρήση των πιο μπανάλ ή πιο νεανικών αναφορών, διάλογος με την ποπ μουσική. Από την προτελευταία έκθεσή του στην γκαλερί Μέδουσα, πριν από έξι χρόνια, υπάρχουν σήμερα πολλές διαφοροποιήσεις. Οι ανοιχτά (;) σεξουαλικές αναφορές της δουλειάς και (πολύ περισσότερο) των τίτλων της περιόδου 1989-1992 έδωσαν τη θέση τους σε πιο κρυπτικές αναπαραστάσεις, όπου -παρ' όλα αυτά- ο ερωτισμός παραμονεύει σαν ένα απαγορευμένο παιχνίδι. Οι ανοιχτά περιγραφικοί, συχνά βωμολοχικοί τίτλοι έδωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τη θέση σε ένα μονότονα επαναληπτικό "άτιτλο". Είναι λογικό: Η επιφάνεια της ζωγραφικής του Καζάζη έχει αρχίσει να λέει υπερβολικά πολλά για να περιγραφούν λεκτικά. Για την ακρίβεια, η επιφάνεια μοιάζει να είναι το Α και το Ω της καλλιτεχνικής πράξης.
Μοιάζει. Ο Καζάζης γνωρίζει πολύ καλά τη λαγνεία της εποχής με την αισθητική της κενότητας και στήνει μαζί της ένα μακιαβελικό παιχνίδι. Αφαίρεση και Διακοσμητικά είναι φαινομενικά τα κυρίαρχα θέματα εδώ. Ανάμεσά τους όμως ανασύρεται όλη η πολιτισμική ιστορία των τελευταία τριάντα χρόνων. Από την ψυχεδελική κουλτούρα μέχρι τις κυβερνοπάνκ περιπλανήσεις. Το πλαίσιο το οποίο επανέρχεται σταθερά είναι η συμμετρία. Όλα τα θέματα, αναγνωρίσιμα ή μη, ξεδιπλώνονται σαν καλειδοσκοπικές συνθέσεις ή δυτικοποιημένα μαντάλας. Σαν ελάχιστα αναγνωρίσιμους χάρτες αγνώστων, εξωγήινων περιοχών. Τα τελάρα, όλα σχεδόν στην πανομοιότυπη διάσταση 220x220 εκατοστά, γεμίζουν με επαναλαμβανόμενα, παραισθητικά σχήματα που ακροβατούν μεταξύ της διακοσμητικότητας ενός χαρτιού περιτυλίγματος και της εκρηκτικότητας ενός bad trip. Έχοντας κανείς αυτά κατά νου, θα υπέθετε μια όψιμη χίπικη χαλάρωση. Αντιθέτως ο Καζάζης εισάγει και τον ηλεκτρονικό παράγοντα (τα έργα συχνά συντίθενται στον υπολογιστή πριν μεταφερθούν στο τελάρο) και την αισθητική των pixels, λιγότερο εμφανής πάντως σήμερα απ' ό,τι στην τελευταία του έκθεση πριν από τρία χρόνια. Έτσι, ανάμεσα στα καλειδοσκόπια μπλέκονται μνήμες από το ιστορικό ηλεκτρονικό παιχνίδι Pac Man και όλη τη νεότευκτη παράδοση των video games που ό,τι αντιρρήσεις και αν προβάλλουν οι προστάτες της ζωγραφικής παράδοσης, έχουν αφήσει ανεξίτηλες οπτικές μνήμες στο συλλογικό ασυνείδητο. Κάποιος αόρατος κάνναβος φαίνεται να κρατάει τα πάντα σε τάξη με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η ποπ αρχιτεκτονικότητα των κύβων Lego. Και η θεματολογία; Εδώ κανείς κινδυνεύει να τρελαθεί. Ξεκινώντας από ανέμελες (;) φιγούρες πουλιών, ζώων, κεράτων (;), αυτοκινήτων, τσιμεντομηχανών, μαχαιροπίρουνα (πόσοι Έλληνες θα απεμπολούσαν τόσο απροκάλυπτα τη σοβαροφάνειά τους;) θα φτάσει σε δυσοίωνες, δισυπόστατες φιγούρες ερωτικών χορών που θα μπορούσαν να ανασύρουν στον πονηρεμένο βιβλιοθήκες ολόκληρες από kama sutra εικόνες. Εξάλλου, ποιος θα σκεφτόταν πριν δει τη ζωγραφική του Καζάζη ότι η φόρμα των κλειδιών (της πόρτας) θα έδενε τόσο αρμονικά με τα λαχούρια και θα προκαλούσε το ίδιο ψυχεδελίζον αποτέλεσμα. Ηδονισμός, ατμόσφαιρα πάρτυ, παραίσθηση αλλά, ταυτόχρονα, και καθημερινότητα banalite και ανθρωπιά. Η ελληνική slacker κουλτούρα των 90s, σε όποιο βαθμό πραγματικά υπήρξε ή υπάρχει, μπορεί να βρει στη ζωγραφική του Καζάζη το τέλειο μοτίβο. Μην το ξεχνάτε είναι το μοτίβο που έχει πραγματικά σημασία. Μόνο το μοτίβο.
Thanasis Moutsopoulos, ANTI magazine, no. 658 10/4/1998
It's my Party - The Question of the painterly in the Age of Techno
Tarantino's film Jackie Brown, currently on show at the cinemas, is a celebration of the funky atmosphere and the flashy eroticism of the '70s but also one of the most modern things we have seen of late. A body of artistic work which is also exhibited these days seems to be doing (much) the same thing. Some artists exhibit frequently, others rarely.
George Kazazis (b.1958) is definitely among the latter, even though his show record spans almost fifteen years. As a result of this strategy he has become a kind of "cult" artist, cited by "experts", critics and artists alike as one of the most important canvas painters in Greece today; perhaps the best example of how the second post-modern generation of Greek artists deal with the problem of the painterly (if it is a problem). Thus the exhibition at the Athens School of Fine Arts is an excellent opportunity for one to approach his work. Those who do so for the first time should bear in mind that the elements they will recognize as highly up-to-date or trendy, after our recent inundation by the "Young British Art", have been present here for some ten years now. Which elements are these? The total lack of self-importance, from the titles to the subjects, a sarcastic humour, an interplay between abstraction and representation and an intensely decorative mood with -funky- colours, use of the most banal or the most youthful references, and a dialogue with pop music. Since his last-but-one exhibition at the Medusa gallery, six years ago, many things have changed. The openly(?) sexual references in the works and (particularly) the titles of the 1989-1992 period have given way to more cryptic images, although eroticism still lurks there like a forbidden game. The openly descriptive and often profane titles have also given way to a monotonously repetitive "untitled". It makes sense: Kazazis's painted surface now says too much for words to describe. To be precise, the surface seems to be the beginning and the end of the artistic act.
"Seems to be": Kazazis is fully aware of our age's lust for the aesthetic of the empty, and plays a Machiavellian game with it. Abstraction and Decorative elements are the dominant themes here. Between them, they reference the entire cultural history of the last thirty years, from psychedelics to the cyberpunk. The one consistently recurrent framework is symmetry. All themes, recognizable or not, unfold like kaleidoscopic compositions or Westernised mandalas; like the barely recognisable maps of unfamiliar, extraterrestrial regions. The canvases, almost all in a standardized 220x220 cm, are filled with repetitive hallucinatory patterns which hover between the decorativeness of a gift-wrapping paper and the explosiveness of a bad trip. With all these in mind, one would expect a kind of late hippie laxity. Instead, Kazazis introduces both the electronic parameter (his works are often put together on the computer and then transferred to the canvas) and a pixel aesthetic, although the latter is less pronounced than in his previous show of three years ago. The kaleidoscopes are thus mixed with memories from the classic Pacman screen game and the whole late tradition of video games, which, despite the objections of the champions of painterly tradition, has left indelible visual traces on the collective unconscious. Some invisible grid seems to keep everything in order, in much the same way as the pop architectural structure of Lego bricks. And his subjects? Now this can drive you crazy. He starts from the jaunty(?) figures of birds, animals, horns(?), cars, concrete mixers, cutlery (how many Greeks would so openly shed their self-importance?) to reach the sinister, equivocal themes of erotic dances which may evoke whole libraries of Kamasutra images to those in the know. Besides, who would have thought, before seeing the art of Kazazis, that the form of the keys (to the door) would fit in so harmoniously with the decorative twirls and would lead to the same psychedelic-like effect. Hedonism, party atmosphere and hallucination, but at the same time everyday reality, banality and humanity. The Greek slacker culture of the 90's, to the extent that it existed or still exists, may find the perfect motif in the painting of Kazazis. Do not forget, it is the motif that really matters. Only the motif.
It's my Party - The Question of the painterly in the Age of Techno
Tarantino's film Jackie Brown, currently on show at the cinemas, is a celebration of the funky atmosphere and the flashy eroticism of the '70s but also one of the most modern things we have seen of late. A body of artistic work which is also exhibited these days seems to be doing (much) the same thing. Some artists exhibit frequently, others rarely.
George Kazazis (b.1958) is definitely among the latter, even though his show record spans almost fifteen years. As a result of this strategy he has become a kind of "cult" artist, cited by "experts", critics and artists alike as one of the most important canvas painters in Greece today; perhaps the best example of how the second post-modern generation of Greek artists deal with the problem of the painterly (if it is a problem). Thus the exhibition at the Athens School of Fine Arts is an excellent opportunity for one to approach his work. Those who do so for the first time should bear in mind that the elements they will recognize as highly up-to-date or trendy, after our recent inundation by the "Young British Art", have been present here for some ten years now. Which elements are these? The total lack of self-importance, from the titles to the subjects, a sarcastic humour, an interplay between abstraction and representation and an intensely decorative mood with -funky- colours, use of the most banal or the most youthful references, and a dialogue with pop music. Since his last-but-one exhibition at the Medusa gallery, six years ago, many things have changed. The openly(?) sexual references in the works and (particularly) the titles of the 1989-1992 period have given way to more cryptic images, although eroticism still lurks there like a forbidden game. The openly descriptive and often profane titles have also given way to a monotonously repetitive "untitled". It makes sense: Kazazis's painted surface now says too much for words to describe. To be precise, the surface seems to be the beginning and the end of the artistic act.
"Seems to be": Kazazis is fully aware of our age's lust for the aesthetic of the empty, and plays a Machiavellian game with it. Abstraction and Decorative elements are the dominant themes here. Between them, they reference the entire cultural history of the last thirty years, from psychedelics to the cyberpunk. The one consistently recurrent framework is symmetry. All themes, recognizable or not, unfold like kaleidoscopic compositions or Westernised mandalas; like the barely recognisable maps of unfamiliar, extraterrestrial regions. The canvases, almost all in a standardized 220x220 cm, are filled with repetitive hallucinatory patterns which hover between the decorativeness of a gift-wrapping paper and the explosiveness of a bad trip. With all these in mind, one would expect a kind of late hippie laxity. Instead, Kazazis introduces both the electronic parameter (his works are often put together on the computer and then transferred to the canvas) and a pixel aesthetic, although the latter is less pronounced than in his previous show of three years ago. The kaleidoscopes are thus mixed with memories from the classic Pacman screen game and the whole late tradition of video games, which, despite the objections of the champions of painterly tradition, has left indelible visual traces on the collective unconscious. Some invisible grid seems to keep everything in order, in much the same way as the pop architectural structure of Lego bricks. And his subjects? Now this can drive you crazy. He starts from the jaunty(?) figures of birds, animals, horns(?), cars, concrete mixers, cutlery (how many Greeks would so openly shed their self-importance?) to reach the sinister, equivocal themes of erotic dances which may evoke whole libraries of Kamasutra images to those in the know. Besides, who would have thought, before seeing the art of Kazazis, that the form of the keys (to the door) would fit in so harmoniously with the decorative twirls and would lead to the same psychedelic-like effect. Hedonism, party atmosphere and hallucination, but at the same time everyday reality, banality and humanity. The Greek slacker culture of the 90's, to the extent that it existed or still exists, may find the perfect motif in the painting of Kazazis. Do not forget, it is the motif that really matters. Only the motif.